Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μότωμα — μότωμα, τὸ (Α) [μοτώ (Ι)] 1. μοτός κατασκευασμένος για τραύματα 2. στουπί, πλέγμα λινών νημάτων για τοποθέτηση πάνω σε τραύματα … Dictionary of Greek
μοτώματος — μότωμα lint dressing neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)